- σιφαῖος
- σιφαῖος ἄρτος, ὁ, dub. in Luc.Lex.6;A
σιλφαῖος Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλφαῖος Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιφαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιφαίος — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) πιθ. καθαρό σταρένιο ψωμί χωρίς άλλες προσμίξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. λ.] … Dictionary of Greek
σιφαῖοι — σιφαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)